- ξοδευτής
- ο, θηλ. ξοδεύτρα και ξοδευτούβλ. εξοδευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξοδευτής — και ξοδευτής, ο [εξοδεύω] (θηλ. ξοδεύτρα και ξοδευτού) 1. αυτός που σκορπά ασυλλόγιστα, σπάταλος 2. καταναλωτής … Dictionary of Greek